Αρ. Πρωτ.911 | Αθήνα 11/6/2014 Προς Τους Συλλόγους Εκπαιδευτικών Π.Ε. |
Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε., από
την πρώτη στιγμή που η πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, με μονομερείς
ενέργειες και με παντελή απουσία ουσιαστικού διαλόγου με την
εκπαιδευτική κοινότητα, αποφάσισε να επιβάλει τη διαδικασία της ΑΕΕ της
σχολικής μονάδας σε σύνδεση με την ατομική αξιολόγηση, στάθηκε ξεκάθαρα
απέναντί της και με σειρά αποφάσεων και ενεργειών στόχευσε και στοχεύει στην ακύρωση της επιχείρησης χειραγώγησης του κλάδου των εκπαιδευτικών.
Δεν ακολούθησε τον παραδοσιακό και «εύκολο» συνδικαλιστικά δρόμο της
απόφασης για κάλεσμα των συναδέλφων «να μην πειθαρχήσουν». Δεν τον
ακολούθησε τόσο από άποψη για τον τρόπο λειτουργίας των συνδικαλιστικών
οργάνων όσο και με για το λόγο ότι ανάλογες ενέργειες άλλων οργάνων,
δίχως να είναι αυτή η πρόθεσή τους, δεν απέτρεψαν τη δρομολόγηση των
διαδικασιών της ΑΕΕ από πολύ νωρίς.
Η ανάδειξη της απουσίας υποχρεωτικότητας
και η εθελοντική βάση συγκρότησης των ομάδων εργασίας υπήρξε στάση που,
αν και αμφισβητήθηκε έντονα από πολλούς, με πλήρη νομική τεκμηρίωση και
συντονισμένη δράση, οδήγησε στη μη συγκρότηση των ομάδων εργασίας στα
σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η, με χαρακτηριστικά άλλων εποχών,
αντιδημοκρατική κι αυταρχικού χαρακτήρα εγκύκλιος του ΥΠΑΙΘ στις
24/3/2014 δικαίωσε τη στάση της Δ.Ο.Ε. αλλά ταυτόχρονα έκανε την
παρανομία επίσημο τρόπο λειτουργίας της πολιτικής ηγεσίας και υποχρέωσε,
υπό μορφή «επιστράτευσης» τους συλλόγους διδασκόντων να συγκροτήσουν
τις ομάδες εργασίας.
Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. ανέδειξε με
σειρά ενεργειών και νομικά έγκυρων οδηγιών προς τους εκπαιδευτικούς, τη
σκοτεινή αυτή πλευρά της λειτουργίας του ΥΠΑΙΘ. Η κήρυξη στάσεων εργασίας με στόχο να αποτραπεί η ουσιαστική λειτουργία των ομάδων εργασίας
ήταν μια μέθοδος που αν είχε υιοθετηθεί από το σύνολο των εκπαιδευτικών
θα είχε ακυρώσει τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά τη διαδικασία της ΑΕΕ.
Ως εναλλακτικός τρόπος απαξίωσης της διαδικασίας επελέγη το Κείμενο Ενιαίας Απάντησης με στόχο να υποκαταστήσει τον τυπικό τρόπο συμπλήρωσης των εκθέσεων ΑΕΕ,
να αναδείξει τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει στη δημόσια
εκπαίδευση, διαχρονικά, η πολιτική των ηγεσιών του Υπουργείου Παιδείας
και να μη δώσει ερείσματα στην πολιτική ηγεσία για την επιχείρηση
κατηγοριοποίησης των σχολικών μονάδων. Το ότι η στάση αυτή της Δ.Ο.Ε. έχει δυσκολέψει απίστευτα την ηγεσία του ΥΠΑΙΘ γίνεται φανερό από το ότι αναγκάστηκε να δώσει παράταση στην κατάθεση των εκθέσεων μέχρι και την 21η
Ιουνίου και λίγες ημέρες μετά τη λήξη της αρχικής προθεσμίας να δώσει
την κατεύθυνση της συμπλήρωσης μιας φόρμας με συγκεκριμένα βήματα ώστε
να αποτρέψει τους εκπαιδευτικούς από το να ακολουθήσουν το δρόμο που
προτείνει το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε και η συντριπτική πλειοψηφία των Συλλόγων
(ανεξαρτήτως παραταξιακών συσχετισμών).
Σήμερα, υπάρχουν πολλοί σύλλογοι διδασκόντων
που υιοθετώντας απόλυτα την απόφαση της Ομοσπονδίας για στάση εργασίας
των εκπαιδευτικών που καλούνται σε συνεδρίαση των ομάδων εργασίας, δεν πρόκειται να καταθέσουν απολύτως τίποτα στη διαδικασία της ΑΕΕ.
Η στάση τους θα πρέπει να είναι το παράδειγμα για όλους μας σχετικά με
το πώς έρχονται οι νίκες για το συνδικαλιστικό κίνημα, όταν όλοι
ακολουθούμε τον ίδιο, αποφασισμένο δρόμο. Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε.
χαιρετίζει και στηρίζει τη στάση τους, το δύσκολο και όχι δίχως
κινδύνους δρόμο που ακολουθούν. Είναι και θα συνεχίσει να είναι δίπλα
τους με όλα τα συνδικαλιστικά και νομικά μέσα που έχει στη διάθεσή του.
Τα σχολεία που οι σύλλογοι
διδασκόντων αποφάσισαν να υιοθετήσουν την κατάθεση του Ενιαίου Κείμενου
που πρότεινε η Δ.Ο.Ε. και Σύλλογοι Εκπαιδευτικών ( «Πρόοδος» Πειραιά, Α'
Αθήνας κ.α.) αποτελούν την πλειοψηφία των σχολικών μονάδων του Κλάδου. Καλούμε
κι εκείνους τους συναδέλφους που μέχρι σήμερα δεν έχουν ακολουθήσει το
δρόμο του συνδικαλιστικού κινήματος να ενωθούν μαζί τους και να
επιμείνουν στην αξιοποίηση του Κειμένου της Δ.Ο.Ε. στα περιγραφικά
τμήματα της φόρμας του Υπουργείου, αφήνοντας τόσο τα αριθμητικά όσο τα
αρχικά τμήματα της φόρμας όπου αποτυπώνεται όλη η λειτουργία του
σχολείου, ασυμπλήρωτα. Τονίζουμε ότι αυτό θα πρέπει να επιχειρηθεί άμεσα
ώστε να μπορέσουμε έγκαιρα να αντιμετωπίσουμε πιθανά προβλήματα και
δυσλειτουργίες που, ίσως, δημιουργήσει η φόρμα σε αυτή την περίπτωση.
Το Δ.Σ. της Δ.Ο.Ε. εκτιμά ότι παρά την σκληρή αντίδραση του Υπουργείου ο κλάδος των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στάθηκε και στέκεται με πρωτοφανή συσπείρωση
απέναντί του έχοντας πλήρη συνείδηση ότι αυτή η ΑΕΕ δεν είναι τίποτε
άλλο παρά η εισαγωγή στην αξιολόγηση των ποσοστώσεων, της
κατηγοριοποίησης σχολείων κι εκπαιδευτικών και των απολύσεων.
Αυτό αποδεικνύει και η δυναμική στάση των διευθυντών των σχολικών μονάδων στα παράνομου χαρακτήρα σεμινάρια για την αξιολόγηση. Σε ένα, πέρα από κάθε προσδοκία, τεράστιο ποσοστό οι διευθυντές απεργούν και αρνούνται να «επιμορφωθούν» για να μετατραπούν σε αξιολογητές
δίνοντας μήνυμα ενότητας του κλάδου προς πάσα κατεύθυνση λίγο πριν τη
μεγάλη μάχη για την αποτροπή της εφαρμογής της αξιολόγησης -
χειραγώγησης.
Συναδέλφισσες και συνάδελφοι,
Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, στη φόρμα της Ετήσιας Έκθεσης, δεν θα συμπληρωθούν τα πρώτα πεδία, παρά μόνο από το 4 και εξής. Προτείνω για το 4.1 εκτός από της ΔΟΕ το υλικό που αντιστοιχεί και είναι το 1.1 να προστεθεί επίσης και το Β4, στο οποίο δικαιολογείται γιατί δεν χρησιμοποιούμε την τετράβαθμη κλίμακα. Επίσης για το 5.2 θα πρότεινα να συμπληρωθεί με τα Β2, Β3, από το υλικό της ΔΟΕ.
Όσον αφορά το πεδίο με τις προτάσεις, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί το παρακάτω κείμενο το οποίο είναι βασισμένο στο κείμενο του ΙΠΕΜ-ΔΟΕ που μας έχει κι αυτό κοινοποιηθεί.
Αλλαγές στη φόρμα μπορούν να γίνουν έως το πέρας της ημερομηνίας κατάθεσής της, την 21η Ιουνίου.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η εκπαιδευτική αξιολόγηση είναι μια σύνθετη λειτουργία που
αποτελείται από το σχεδιασμό-προγραμματισμό, την οργάνωση, τη διεύθυνση, τον
έλεγχο-αξιολόγηση, την ανασκόπηση και τροποποίηση και δίνει τις απαραίτητες
πληροφορίες που θα βοηθήσουν στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη βελτίωση των
παρεχόμενων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την καταλληλότητα, ποιότητα και
αποτελεσματικότητα των διδακτικών μεθόδων, του διδακτικού υλικού, των
διοικητικών υπηρεσιών υποστήριξης και διανομής του εκπαιδευτικού υλικού. Ως εκ
τούτου θα πρέπει να υπάρξει ένταξη του ζητήματος της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού
μέσα σε ένα συνολικό διοικητικό και οργανωτικό σύστημα αξιολόγησης του
εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα μας με εργαλεία επιστημονικά και θεσμούς,
ώστε να φτάσουμε στην δημιουργία ενός αξιοκρατικού και αντικειμενικού
αξιολογικού συστήματος.
Τα τελευταία χρόνια
παρατηρείται η τάση να αποδίδεται η χαμηλή ποιότητα της εκπαίδευσης, στην
απόδοση των εκπαιδευτικών και να
παραβλέπονται άλλες βασικές παράμετροι, οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην
επιτυχία του εκπαιδευτικού έργου. Συμπερασματικά λοιπόν απαιτείται η ανάπτυξη
ουσιαστικού διαλόγου σχετικά με το παραπάνω ζήτημα στο εσωτερικό της
εκπαιδευτικής κοινότητας με τρόπο που να μην καταλήγει σε ενοχοποιητικά
συμπλέγματα περί αξιολόγησης που συσκοτίζουν τις υπαρκτές αδυναμίες του
εκπαιδευτικού συστήματος.
Η αξιολόγηση δεν αποτελεί απλώς μία διαδικασία ελεγκτικού ή
διαπιστωτικού χαρακτήρα, αλλά ανατροφοδοτεί τη διδακτική πράξη, επιδιώκοντας τη
συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης και τη βελτίωση όλων των
εκπαιδευτικών παραγόντων. Έχει ως κύριο στόχο να διασφαλίσει τη θωράκιση
του εκπαιδευτικού όσο το δυνατόν
καλύτερα, για να τον καταστήσει ικανό για την παιδαγωγική διαδικασία. Απώτερος
σκοπός της αξιολόγησης δεν μπορεί να είναι παρά η αυτογνωσία και ο
αυτοπροσδιορισμός του έργου του εκπαιδευτικού, δηλαδή, η ευκαιρία να εκτιμήσει
ο εκπαιδευτικός κατά πόσο εναρμονίζονται οι διδακτικοί του στόχοι με τη
μεθοδολογία και την παιδαγωγική του στάση. Αυτό μπορεί να συντελεστεί μέσω της
συνεχούς επιμόρφωσή του μέσα από τη δημιουργία φορέων επαγγελματικής
ανάπτυξης. Επομένως η αξιολόγηση της
σχολικής μονάδας θα πρέπει να λειτουργήσει ως μέσω εντοπισμού και αντιμετώπισης
των εκάστοτε προβλημάτων, κι όχι ως εργαλείο πίεσης απέναντι στους
εκπαιδευτικούς και στους γονείς.
Ο ρόλος του σχολικού συμβούλου δημιουργήθηκε από την ανάγκη
για επιστημονική καθοδήγηση και εκπαιδευτική-παιδαγωγική ανάπτυξη, ενώ με την
παρούσα διαδικασία ενισχύεται και δίνεται προβάδισμα στη διοίκηση έναντι της
επιστημονικής και παιδαγωγικής
καθοδήγησης του εκπαιδευτικού συστήματος. Επιπλέον η διαδικασία η οποία
προτείνεται λόγω των μεγάλων σχολικών περιφερειών και των πολυάριθμων
περιπτώσεων που θα πρέπει να αξιολογήσουν οι σχολικοί σύμβουλοι σε μικρό
χρονικό διάστημα, ενέχει τον κίνδυνο τα συμπεράσματά τους να είναι αποτέλεσμα
τυχαίων και βιαστικών παρατηρήσεων. Η ταχύτατη (ολιγοήμερη) θεωρητική και
πρακτική τους κατάρτιση σε καμιά περίπτωση δεν διασφαλίζει την ποιότητα του
έργου τους και την αντικειμενικότητα των κρίσεών τους. Το τελευταίο ισχύει και
για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων.
Ενώ παράλληλα δεν διασφαλίζεται ο
κρινόμενος από τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας του κριτή όταν η αξιολόγηση
διενεργείται από μονοπρόσωπα όργανα. Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι κρίνεται
αναγκαίο όλες οι διαδικασίες της αξιολόγησης να διακρίνονται για τη διαφάνειά
τους με στόχο να συμβάλουν στη λήψη των κατάλληλων μέτρων όπως και στην
καλύτερη θεώρηση του εκπαιδευτικού έργου.
Δεν μπορεί ένα ιδιαίτερα συγκεντρωτικό σύστημα να κατανοήσει
και να αξιολογήσει με αντικειμενικό τρόπο εκπαιδευτικούς και σχολικές μονάδες
που ξεκινούν από διαφορετικές «αφετηρίες», εμφανίζουν διαφορετικά προβλήματα
και έχουν διαφορετικές δυνατότητες, και άρα παρέχουν διαφορετική ποιότητα
εκπαίδευσης. Η χαμηλή βαθμολογική τους κατάταξη, παρόλο που θα είναι απόρροια
της έλλειψης συντονισμού του κρατικού φορέα του συγκεντρωτικού συστήματος, θα
στιγματίσει άδικα τόσο τη σχολική μονάδα όσο και τους εκπαιδευτικούς που
εργάζονται σ’ αυτή, με συνέπεια τηνσυνάρτηση όλων αυτών με την μισθολογική και
βαθμολογική κατάσταση των εκπαιδευτικών . Απεμπλοκή επομένως της αξιολόγησης
από τη μισθολογική και βαθμολογική προαγωγή των εκπαιδευτικών.
Ο ορισμός της ποιότητας της εκπαίδευσης είναι εξαιρετικά
δύσκολος, η ποιότητα εύκολα διακρίνεται, δύσκολα ορίζεται και είναι αδύνατο να
μετρηθεί, τονίζει ο Βλάχος(2007). Όταν διερευνάται μόνο η ποιότητα του
εκπαιδευτικού έργου και όχι οι λόγοι που την επηρεάζουν-διαμορφώνουν, οδηγεί σε
λανθασμένες εκτιμήσεις και λανθασμένα ή
ελλιπή διορθωτικά μέτρα. Την λύση αποτελεί η καθιέρωση
περιγραφικής αξιολόγησης με διαμορφωτικό χαρακτήρα που επιδιώκει τη συνεχή
βελτίωση της ποιότητας του πολύπλευρου εκπαιδευτικού έργου των εκπαιδευτικών.
Νάτσια Ελευθερία, νηπιαγωγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου